ανεξέταστος

ανεξέταστος
-η, -ο
επίρρ. αυτός που δεν εξετάστηκε: Δύο μάρτυρες δικοί μας έμειναν ανεξέταστοι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀνεξέταστος — not searched out masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανεξέταστος — η, ο (Α ἀνεξέταστος, ον) εκείνος που δεν εξετάστηκε, δεν υποβλήθηκε σε εξέταση νεοελλ. (Νομ.) (για μάρτυρες) εκείνος που δεν υποβλήθηκε σε ανάκριση από την αρμόδια δικαστική αρχή αρχ. αυτός που δεν διερευνήθηκε, δεν μελετήθηκε …   Dictionary of Greek

  • ἀνεξετάστως — ἀνεξέταστος not searched out adverbial ἀνεξέταστος not searched out masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεξέταστον — ἀνεξέταστος not searched out masc/fem acc sg ἀνεξέταστος not searched out neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεξετάστοις — ἀνεξέταστος not searched out masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεξετάστου — ἀνεξέταστος not searched out masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεξετάστους — ἀνεξέταστος not searched out masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεξετάστων — ἀνεξέταστος not searched out masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεξετάστῳ — ἀνεξέταστος not searched out masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεξέταστα — ἀνεξέταστος not searched out neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”